- συνουσιωμένως
- συνουσιάζωkeep company withfut part mid masc acc pl (doric)συνουσιόομαιto be joined essentially withpres part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνουσιωμένως — Α επίρρ. 1. ουσιαστικά 2. κυρίως, βασικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνουσιωμένος τού συνουσιῶ «ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek